- πυργαλίδαι
- πυργ-αλίδαι, οἱ, name of a guild at Camirus, IG12(1).701.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυργαλίδαι — οἱ, Α ονομασία εταιρείας στην Κάμιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επίθημα αλίς (πρβλ. μοιχ αλίς)] … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek